- θυμαλγέα
- θῡμαλγέα , θυμαλγήςheart-grievingneut nom/voc/acc pl (epic ionic)θῡμαλγέα , θυμαλγήςheart-grievingmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακαταλέχομαι — Α κοιμάμαι, πλαγιάζω κοντά σε κάποιον («τῇ ὅ γε παρακατέλεκτο χόλον θυμαλγέα πέσσων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καταλέχομαι «κατακλίνομαι»] … Dictionary of Greek